χασματίας

χασματίας
ο землетрясение, вызвавшее трещины земной коры

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χασματίας" в других словарях:

  • χασματίας — χασματίᾱς , χασματίας which causes fissures in the earth masc acc pl χασματίᾱς , χασματίας which causes fissures in the earth masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χασματίας — ο, ΝΜΑ είδος δυνατού σεισμού που προξενεί ρωγμές στο έδαφος μσν. φρ. «δράκοντες χασματίαι» δράκοι με μεγάλα και πολύ ανοιχτά στόματα (Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάσμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. στιγματ ίας, τραυματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • χασματίαι — χασματίας which causes fissures in the earth masc nom/voc pl χασματίᾱͅ , χασματίας which causes fissures in the earth masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χασματίαν — χασματίᾱν , χασματίας which causes fissures in the earth masc acc sg (attic epic doric aeolic) χασματίας which causes fissures in the earth masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιζηματίας — ἱζηματίας, ὁ (Α) (ενν. σεισμός) σεισμός που επιφέρει καθιζήσεις, χάσματα τής γης, αλλ. χασματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵζημα + κατάλ. ιας*] …   Dictionary of Greek

  • χασματικός — ὁ, Α [χάσμα, ατος] ο χασματίας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»